- περιτύμβια
- περιτύμβιοςat the graveneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιτύμβιος — ον, Α ο γύρω απὸ τον τύμβο, γύρω απὸ τον τάφο («περιτύμβια δάκρυα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τύμβος + επίθημα ιος] … Dictionary of Greek